τετρακέφαλος — four headed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακέφαλον — τετρακέφαλος four headed masc/fem acc sg τετρακέφαλος four headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακεφάλῳ — τετρακέφαλος four headed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακέφαλα — τετρακέφαλος four headed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακέφαλε — τετρακέφαλος four headed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Herma — de Demóstenes. En la Antigua Grecia, una herma (en griego antiguo έρμα, plural έρμαι hermai) era un pilar cuadrado o rectangular de piedra, terracota o bronce (el estípite) sobre el que se colocaba un … Wikipedia Español
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
Τελεσαρχίδης — Αθηναίος γλύπτης του 5ου αι. π.Χ. Το γνωστότερο έργο του είναι ένας τετρακέφαλος Ερμής, εξαίρετο γλυπτό, που είχε στηθεί στον Κεραμεικό … Dictionary of Greek